ἀχλύς

ἀχλύς
мрак, мгла, тьма, туманность; син. γνόφος, ζόφος, σκότος.

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ἀχλύς" в других словарях:

  • ἀχλῦς — ἀχλύς mist fem acc pl ἀχλύς mist fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… …   Dictionary of Greek

  • Ἀχλύς — Ἀχλύ̱ς , Ἀχλύς fem acc pl Ἀχλύς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχλύς — ἀχλύ̱ς , ἀχλύς mist fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχλῦν — ἀχλύς mist fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχλύα — Ἀχλύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχλύας — Ἀχλύς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχλύας — ἀχλύς mist fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχλύες — Ἀχλύς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχλύες — ἀχλύς mist fem nom/voc pl ἀχλύ̱ε̄ς , ἀχλύω to be pres ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχλύν — Ἀχλύς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»